ἁβρῷ

ἁβρῷ
ἁβρός
graceful
masc/neut dat sg
ἁβρός
graceful
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Άβρω — (7ος αι. π.Χ.).Σύζυγος του Κανδαύλη, βασιλιά της Λυδίας. Επειδή οργίστηκε για τη συμπεριφορά του συζύγου της, παρότρυνε τον αρχηγό της φρουράς Γύγη να τον σκοτώσει. Έγινε έπειτα σύζυγος του Γύγη και βασίλεψε μαζί του (Ηρόδοτος Α’ 7 13) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”